οικόσημο

οικόσημο
Ο. ονομάζεται τη σήμα ευγενούς οικογένειας, συμβολική παράσταση ζώου, φυτού ή άλλου αντικείμενου, που υιοθετήθηκε σαν έμβλημα από τα μέλη ενός οίκου ευγενών. Τα ο. εμφανίστηκαν τον 12o αι. και προορίζονταν για να ξεχωρίζουν από τους άλλους ευγενείς, οι πολεμιστές και οι μονομάχοι. Τα οικοσημολογικά σύμβολα έχουν την αρχή τους στα στρατιωτικά εμβλήματα και στη διακόσμηση των ασπίδων και των σιγίλλων. Η προέλευση τους εξηγεί και το μεγάλο αριθμό εργαλείων, που βρίσκονται ανάμεσα στα εμβλήματα. Η χρήση της διαφορετικής προέλευσης αυτών των στοιχείων κωδικοποιήθηκε με την πάροδο του χρόνου. Αρχικά, κατά τον 12o και 13o αι., ο θυρεός που εικονίζει το ο. είχε σχήμα τριγωνικό ή σαν σβούρας, αργότερα όμως το περίγραμμα εξελίχτηκε ανάλογα με τον χρόνο, τον τόπο και τις ανάγκες της διακόσμησης. Ο θυρεός είναι χρωματισμένος με χρώσεις διάφορων χρωμάτων (ερυθρό, κυανό, μαύρο, πράσινο, μωβ), αποτελείται από μέταλλα (κίτρινο, λευκό). Ορισμένα αντικείμενα εικονίζονται από το φυσικό, ιδιαίτερα τα ορατά μέρη του ανθρώπινου σώματος. Από τον 17o αι. χρησιμοποιήθηκαν και γραμμές ή σημεία για συμβατική αναπαράσταση των χρώσεων. Οι φυσικές εικόνες, μπορεί να είναι άστρα, ανθρώπινα όντα, ζώα ή και φυτά. Τα άστρα είναι με πέντε ή έξι ακτίνες. Εικονίζονται επίσης ο ήλιος, η σελήνη και οι κομήτες. Ο άνθρωπος ωστόσο εικονίζεται σπάνια ολόκληρος και συνήθως εικονίζεται μόνο το κεφάλι. Τα ζώα είναι τετράποδα, πουλιά, ψάρια, κοχύλια. Το πιο συνηθισμένο τετράποδο είναι το λιοντάρι και ακολουθεί η αρκούδα, ο λύκος, η αλεπού, ο ταύρος, ο αγριόχοιρος και ο κριός. Από τα πουλιά το πιο συνηθισμένο είναι ο αετός. Από τα ζώα εικονίζονται και διάφορα μυθολογικά ή φανταστικά, όπως ο μονόκερος, ο δράκος, η ύδρα, η σειρήνα κ.ά. Από τα πιο συνηθισμένα φυτά που χρησιμοποιούνται είναι το πεντάφυλλο ρόδο, το τετράφυλλο, το τρίφυλλο, ο κρίνος, η κληματίδα καθώς και διάφορα δέντρα. Τα ο. μεταβιβάζονταν κατά τάξη αρρενογονίας, εκτός από περιπτώσεις υποκατάστασης. Αρχικά δεν ήταν δυνατό να τα χρησιμοποιεί αποκλειστικά παρά μόνο ο ιδρυτής του αρχαιότερου κλάδου της οικογένειας. Κάθε άλλο μέλος της οικογένειας υποχρεωνόταν να τα τροποποιήσει. Γύρω από τα ο. και την ιστορία τους, δημιουργήθηκε μια νέα επιστήμη, η οικοσημολογία, που αποκλειστικά μελετάει τα οικόσημα και την ιστορία τους. Το χαρακτηριστικό οικόσημο των παπών, που τελικά έγινε και θυρεός του Βατικανού. Χρονολογείται από την εποχή που οι πάπες είχαν και κοσμική εξουσία. Το οικόσημο του ομοσπονδιακού κράτους της Βαυαρίας (φωτ. ΑΠΕ).
* * *
το
1. διακριτικό σήμα αριστοκρατικής οικογένειας με παράσταση ζώου, φυτού ή άλλου αντικειμένου, το οποίο χρησίμευε ως έμβλημα τής οικογένειας αυτής
2. (γενικά) α) έμβλημα
β) διακριτικό σήμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + σήμα (πρβλ. οδόσημο, ορό-σημο). Η λ. μαρτυρείται από το 1851 στο περιοδικό (Νέα) Πανδώρα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • οικόσημο — το σήμα διακριτικό αρχοντικής οικογένειας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ισημερινός ή Εκουαδόρ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ισημερινού Έκταση: 283.560 τ. χλμ. Πληθυσμός: 13.447.494 (2002) Πρωτεύουσα: Κίτο (1.399.814 κάτ. το 2002)Κράτος της Νότιας Αμερικής, στην οροσειρά των Άνδεων. Συνορεύει στα Β με την Κολομβία και στα Α και Ν με το… …   Dictionary of Greek

  • άρμα — Αρχαία πόλη της Ταναγραίας στη Βοιωτία. Πήρε το όνομά της από το άρμα του Αμφιάραου που, σύμφωνα με τοπική παράδοση, εξαφανίστηκε στη θέση αυτή κατά τη φυγή των Αργείων από τις Θήβες. Την πόλη αυτή μνημονεύει και ο Όμηρος. * * * (I) ἄρμα, η (Α)… …   Dictionary of Greek

  • αετός — Ονομασία πολλών ημερόβιων αρπακτικών πτηνών, που έχουν προικιστεί με οξύτατη όραση και με κυρτό και γαμψό στην άκρη ράμφος. Τα πόδια του α. έχουν τέσσερα δάχτυλα, τρία μπροστά και ένα πίσω, με νύχια αγκιστροειδή, με τα οποία αρπάζει και… …   Dictionary of Greek

  • επίσημο — το (Α ἐπίσημον) [σήμα] μικρή σημαία που υψώνεται στην πρώρα τών πολεμικών πλοίων, κν. τσαμαδούρα αρχ. 1. διακριτικό σημάδι, σύμβολο (π.χ. εθνόσημο, οικόσημο) («ἄνευ γὰρ ἐπισήμου οὔ σφι νόμος ἐστὶ ἔχειν σκῆπτρον», Ηρόδ.) 2. (για ασπίδα) διακριτικό …   Dictionary of Greek

  • κορόνα — η (Μ κορώνα) 1. διάδημα, στέμμα, κυρίως βασιλέων ή επισκόπων 2. θυρεός, οικόσημο, έμβλημα 3. μτφ. η πρώτη, η κορυφαία («είμαι η Ελλάδα, τών πατρίδων είμ εγώ η κορόνα και τών ανθρώπων ο βωμός», Παλαμ.) νεοελλ. 1. η όψη τού νομίσματος στην οποία… …   Dictionary of Greek

  • οίκος — ο (ΑΜ οἶκος) 1. οικία, σπίτι (α. «έγινε κατ οίκον έρευνα» έγινε στο σπίτι κάποιου έρευνα από αστυνομικές αρχές β. «ἐγερθεὶς ἆρόν σου τὴν κλίνην καὶ ὕπαγε εἰς τὸν οἶκόν σου», ΚΔ) 2. γένος, γενιά, οικογένεια (α. «ο οίκος τών Κομνηνών» β.… …   Dictionary of Greek

  • οδόσημο — το ξύλινη, λίθινη ή σιδερένια πινακίδα η οποία είναι τοποθετημένη σε δρόμους και δείχνει τις χιλιομετρικές αποστάσεις από ένα σημείο που λαμβάνεται ως αφετηρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < οδός + σήμα (πρβλ. οικόσημο, ορό σημο)] …   Dictionary of Greek

  • οικοσημολογία — η η επιστήμη που έχει ως αντικείμενο τη γνώση και τη μελέτη τών οικοσήμων, η εραλδική. [ΕΤΥΜΟΛ. < οικόσημο + λογία*] …   Dictionary of Greek

  • προσχέδιο — Το προκαταρκτικό σχέδιο. Oνομάζεται και προσχεδίασμα. Π. γίνονται συνήθως για συμβάσεις, νόμους, οδοποιητικά έργα κλπ. Στη ζωγραφική π. είναι το αρχικό σχέδιο του καλλιτέχνη με βάση το οποίο φιλοτεχνεί αργότερα κάποιο πίνακα. Π. χρησιμοποιούν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”